συνυπολογισμός

συνυπολογισμός
ο, Ν
το αποτέλεσμα τού συνυπολογίζω, επιπρόσθετος υπολογισμός ή υπολογισμός ενός πράγματος μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνυπολογίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Χρ. Τσούντα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εναρίθμησις — ἐναρίθμησις, η (Α) αρίθμηση, υπολογισμός, λογαριασμός, συνυπολογισμός …   Dictionary of Greek

  • προσεπιμέτρηση — η, Ν [προσεπιμετρώ] 1. συνυπολογισμός 2. φρ. «προσεπιμέτρηση ποινής» (νομ.) ο καθορισμός τής ποινής από το δικαστήριο μέσα στα όρια που προβλέπει ο νόμος …   Dictionary of Greek

  • προσμέτρηση — η, Ν συνυπολογισμός, προσυπολογισμός, συναρίθμηση («για τον καθορισμό τού ποσού τής σύνταξής του ζήτησε την προσμέτρηση τών χρόνων που εργάστηκε στο εξωτερικό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσμετρώ. Η λ., στον λόγιο τ. προσμέτρησις, μαρτυρείται από το 1833… …   Dictionary of Greek

  • συγκατάλεξις — έξεως, ἡ, Α [συγκαταλέγω] συγκαταρίθμηοη, συνυπολογισμός …   Dictionary of Greek

  • συγκαταρίθμηση — η, Ν συνυπολογισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγχαταριθμώ. Η λ., στον λόγιο τ. συγκαταρίθμησις, μαρτυρείται από το 1873 στον Π. Α. Καββαδία] …   Dictionary of Greek

  • συλλογισμός — Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από… …   Dictionary of Greek

  • συμψηφισμός — ο, ΝΜ [συμψηφίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμψηφίζω, συνυπολογισμός νεοελλ. 1. (οικον.) η με συνυπολογισμό επερχόμενη απόσβεση τών μεταξύ δύο προσώπων υφιστάμενων αμοιβαίων απαιτήσεων 2. (νομ.) α) το δικαίωμα που έχει ο οφειλέτης να… …   Dictionary of Greek

  • συναρίθμηση — η / συναρίθμησις, ήσεως, ΝΜΑ [συναριθμῶ] η ενέργεια τού συναριθμώ, συγκαταρίθμηση, συνυπολογισμός αρχ. 1. το άθροισμα τών γραμμάτων μιας λέξης τα οποία λαμβάνονται ως αριθμοί 2. ταξινόμηση στην ίδια κατηγορία …   Dictionary of Greek

  • συνυπολόγιση — η, Ν [συνυπολογίζω] συνυπολογισμός …   Dictionary of Greek

  • σωρεία — Πόλη της αρχαίας Ηπείρου, στη Χαονία, στα βόρεια της λίμνης του Βοθρωτού. Κοντά στη λίμνη σώζονται λείψανα αρχαίων κτισμάτων. * * * η, ΝΜΑ [σωρεύω] συσσωρευμένη ποσότητα, μεγάλη ποσότητα (α. «σωρεία εγγράφων» β. «σωρεία επιχειρημάτων» γ. «οὐκ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”